- ζημιώνομαι
- zarara uğratılmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ζημιώνομαι — ζημιώνομαι, ζημιώθηκα, ζημιωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ελαττώνω — (AM ἐλαττῶ, όω Α και ἐλασσῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι λιγότερο ή μικρότερο 2. μειώνω κάποιον, μειώνω την αξία του αρχ. μσν. ἐλαττοῡμαι 1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός 2. μειονεκτώ μσν. βλάπτω αρχ. Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον 2. κόβω, κονταίνω II. παθ … Dictionary of Greek
προσαποζημιούμαι — όομαι, Α ζημιώνομαι ακόμη περισσότερο ή, κατ άλλους, αποζημιώνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπὸ + ζημιοῦμαι «βλάπτομαι, ζημιώνομαι»] … Dictionary of Greek
ζημιώνω — και ζημιώ (AM ζημιῶ, όω, Μ και ζημιώνω) [ζημία] 1. προξενώ σε κάποιον ζημιά, απώλεια, βλάβη, βλάπτω, παραβλάπτω (α. «μέ ζήμιωσες με αυτά που έκανες» β. μηδὲν ἢ μηδένα ζημιοῑ», Πλάτ.) νεοελλ. 1. παθαίνω ζημιά («ζήμιωσα από την επιχείρηση») 2.… … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
κακοπουλώ — άω 1. πουλώ εμπόρευμα με δυσκολία 2. ζημιώνομαι από την πώληση … Dictionary of Greek
καταπονώ — και καταπονάω (AM καταπονῶ, έω, Μ και καταπονάω) [κατάπονος] καταβάλλω προξενώντας μεγάλο κόπο σε κάποιον, κουράζω, εξαντλώ νεοελλ. μσν. υπερνικώ, υπερισχύω, υπερτερώ σε δύναμη μσν. αρχ. 1. χωνεύω τροφή 2. νικώ, κυριεύω 3. ταλαιπωρώ, βασανίζω 4.… … Dictionary of Greek
κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… … Dictionary of Greek
κερδαίνω — και κερδένω (ΑΜ κερδαίνω, Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, κερδίζω, ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη», Ερωτόκρ. β. «κερδανεῑτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί. γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα» … Dictionary of Greek
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek